στύρακας

στύρακας
ο / στύραξ, -ακος, ΝΑ, και λόγιος τ. στύραξ Ν και θηλ. στύραξ, ἡ, Α
γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων δικότυλων που ανήκει στην οικογένεια στυρακίδες και από τα οποία εξάγεται το ομώνυμο ευώδες ρητινώδες κόμμι
αρχ.
(ως αρσ.) ευώδες ρητινώδες κόμμι το οποίο χρησιμεύει ως θυμίαμα μόνο του ή και αναμεμιγμένο με άλλα υλικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. ονομ. φυτού, η οποία εμφανίζει επίθημα -αξ, το οποίο απαντά και σε άλλους σχετικούς όρους (πρβλ. δόν-αξ, ὄμφ-αξ, σμῖλ-αξ). Κατά μία άποψη, πρόκειται για λ. σημιτικής προέλευσης, αφού η ρητίνη τού δένδρου αυτού έγινε γνωστή στους Έλληνες από τους Φοίνικες, η σύνδεση, όμως, με το εβρ. sorī «ρητίνη ορισμένων δέντρων» δεν θεωρείται πιθανή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • στύρακας — στύραξ 1 storax masc acc pl στύραξ 2 spike at the lower end of a spear shaft masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στύραξ — (I) ακος, ο, ΝΑ, και στύραξ, ἡ, Α βλ. στύρακας. (II) ακος, ο, ΝΑ (στην αρχαιότητα) το κάτω αιχμηρό άκρο τού δόρατος το οποίο έμπηγαν στο έδαφος, ο σταυρωτήρ* αρχ. κοντάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στῠρ αξ (με επίθημα αξ, πρβλ. πίν αξ, χάρ αξ) ανήκει, κατά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”